πότνια

πότνια
ἡ, τ. κλητ. και πότνα, Α
(ως τιμητική προσφώνηση θεάς ή εξέχουσας θνητής γυναίκας)
1. ως ουσ. βασίλισσα, δέσποινα, κυρία
2. ως επίθ. τιμημένη, σεβαστή, μεγαλοπρεπής
3. στον πληθ. ως κύριο όν. αἱ Πότνιαι
α) προσωνυμία τών Ευμενίδων
β) πόλη τής αρχαίας Βοιωτίας, αλλ. Ποτνιαί
4. φρ. α) «πότνια θηρῶν»
(για την Άρτεμι) η βασίλισσα τών άγριων ζώων
β) «πότνια ἐρώτων»
(για την Αφροδίτη) η θεά τού έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαϊκού τύπου όν. πότνια αποτελεί, κατά την πιθανότερη άποψη, θηλ. τής λ. πόσις, παρά τις μορφολογικές και σημασιολογικές διαφορές (βλ. και λ. πόσις), και αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. patnī- «κυρία, θεά», αβεστ. paθnī «κυρία, οικοδέσποινα», καθώς και με συνθ. τ. όπως: αρχ. ινδ. vīra-patnī «σύζυγος τού ήρωα», λιθουαν. viešpatni «κυρία τού σπιτιού». Κατά μία άποψη, οι τ. πότνια, αρχ. ινδ. patńī προήλθαν από έναν ΙΕ τ. *pot-inī (βλ. πόσις), σχηματισμένο κατά τα θηλ. τής Ινδοευρωπαϊκής σε -inī, με συγκοπή τού -ι-. Η λ. πότνια απαντά συνήθως ως προσωνυμία θεοτήτων (πρβλ. και τη χρήση τής λ. στη Μυκηναϊκή ως επίθ. της Αθηνάς και άλλων θεοτήτων με τη μορφή potinija) και σπανιότερα με τη σημ. «κυρία τού σπιτιού», για την οποία χρησιμοποιείται η λ. δέσποινα. Τέλος, ο δισύλλαβος τ. τής κλητ. πότνα οφείλεται σε μετρικούς λόγους και σχηματίστηκε με αποβολή τού συνιζανόμενου φωνήεντος -ι- λόγω τής ταχύτερης προφοράς της λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποτνία — ποτνίᾱ , πότνια mistress fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότνια — mistress fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτνιᾷ — ποτνιάομαι cry pres subj mp 2nd sg ποτνιάομαι cry pres ind mp 2nd sg (epic) ποτνιάζομαι fut ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πότνια Ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει. — См. Геба …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πότνια μήτηρ. — См. Родина святая …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ποτνίας — ποτνίᾱς , πότνια mistress fem acc pl ποτνίᾱς , πότνια mistress fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότνι' — πότνια , πότνια mistress fem nom/voc sg πότνιαι , πότνια mistress fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτνιασάμενος — ποτνιᾱσάμενος , ποτνιάομαι cry aor part mp masc nom sg (attic doric) ποτνιάζομαι aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτνιᾶν — πότνια mistress fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτνιάσασθαι — ποτνιά̱σασθαι , ποτνιάομαι cry aor inf mp (attic doric) ποτνιάζομαι aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”